- κυαμιαιος
- κυαμιαῖοςκυᾰμιαῖος3величиной с боб
(κλῆροι Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κλῆροι Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κυαμιαίος — κυαμιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μέγεθος κυάμου, όσος ένα κουκί («ἐς ταύτην ἐμβάλλονται κλῆροι μικροί, ὅσον δὴ κυαμιαῑοι τὸ μέγεθος», Λουκιαν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποταμ ιαῖος, στιγμ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
κυαμιαίους — κυαμιαῖος of the size of a bean masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυαμιαίῳ — κυαμιαῖος of the size of a bean masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek
κυαμιαίᾳ — κυαμιαίᾱͅ , κυαμιαῖος of the size of a bean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)